- ἐπίκαρ
- ἐπίκαρ: see κάρ.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επίκαρ — ἐπίκαρ και ἐπὶ κὰρ (Α) επίρρ. πάνω στο κεφάλι, κατακέφαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρ «κεφάλι»] … Dictionary of Greek
ἐπικάρ — ἐπίκαρ head foremost indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκαρ — head foremost indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)